Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

λογοκριτής, λογοκρίνω

     loγokriti΄s, loγοkri΄no    
censor

     σένσορ    

Ερμηνεία:

Ο ελεγκτής, ο τιμητής, ο εκτιμητής, ο αξιολογητής. Ο λογοκριτής, αυτός που ασκεί λογοκρισία στον έντυπο ή τον ηλεκτρονικό τύπο. Αυτός που διυλίζει το γραπτό ή τον προφορικό λόγο κάποιυ ατόμου και επιτρέπει τη διατύπωση των σκέψεων ή των ιδεών που αυτός κρίνει ότι πρέπει να διατυπωθούν, καταργώντας έτσι την ελευθερία του προφορικού και γραπτού λόγου.



Ετυμολογία:

Latin [censere (assess, αξιολογώ,εκτιμώ, αποτιμώ)]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

When to Censor? Lesko CR, Edwards JK, Cole SR, Moore RD, Lau B. Am J Epidemiol. 2017 Aug 11. doi: 10.1093/aje/kwx281. 

Oleksiy Kohany, Andrew J Gentles, Lukasz Hankus, Jerzy Jurka
BMC Bioinformatics. 2006; 7: 474. Published online 2006 Oct 25. doi: 10.1186/1471-2105-7-474
 
Sylvie Lesage, Suzanne B. Hartley, Srinivas Akkaraju, Judith Wilson, Michelle Townsend, Christopher C. Goodnow
J Exp Med. 2002 Nov 4; 196(9): 1175–1188. doi: 10.1084/jem.20020735
 
Should we censor letters? Ray G.L. Holland CMAJ. 1993 Jun 1; 148(11): 1874.


Συνώνυμα:





 Δείτε σχετικές φωτογραφίες της Google »


© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Ιατρονομικοί όροι: